- κοινογονια
- κοινογονίακοινο-γονίαἥ смешивание разных пород, скрещивание Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινογονίᾳ — κοινογονίᾱͅ , κοινογονία mixing of breeds fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινογονία — κοινογονία, ἡ (Α) η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως τού αλόγου και τού γαϊδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γονία (< γονος < γόνος), πρβλ. αγαθο γονία, αρχαιο γονία] … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek